- μπρούμυτα
- επίρρ. με το πρόσωπο προς το έδαφος, πρηνηδόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. πρόμυτα < πρό + μύτη, με ανάπτυξη έρρινου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπρούμυτα — επίρρ., πεσμένος με το πρόσωπο προς το έδαφος: Έπεσε μπρούμυτα κι έσπασε τη μύτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προύμυτα — και πρόμυτα Ν επίρρ. μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μπρούμυτα (βλ. λ. μπρούμυτα)] … Dictionary of Greek
επιστομίζω — και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) [επίστομα] νεοελλ. 1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα 2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα 3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τόν εμποδίζω αρχ. μσν. 1. φιμώνω, τοποθετώ… … Dictionary of Greek
μπρουμυτίζω — και προμυτίζω [μπρούμυτα] 1. (αμτβ.) πέφτω πρηνηδόν, μπρούμυτα, με το πρόσωπο καταγής 2. (μτβ.) ρίχνω κάποιον με το πρόσωπο καταγής … Dictionary of Greek
προπρηνής — ές, Α (επιτεταμένος τ. τού πρηνής) 1. αυτός που έχει το πρόσωπό του προς τα κάτω, προς τα εμπρός, ο πεσμένος μπρούμυτα 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) προπρηνές προς τα εμπρός, μπρούμυτα 3. φρ. «φασγάνῳ προπρηνέϊ τύψας» αφού επέφερε άμεσο τραύμα.… … Dictionary of Greek
επίκουπα — (Μ ἐπίκουπα και ἐπίκοπα) επίρρ. μπρούμυτα … Dictionary of Greek
επίστομα — (I) και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) [στόμα] επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα. (II) το 1. το μπροστινό τμήμα τής κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο 2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων … Dictionary of Greek
επιφερής — ἐπιφερής, ές (Α) πρηνής, πεσμένος μπρούμυτα (κατά τον Ησύχ.) «πρωλύθιον, ὁ ἐπιφερής καὶ ἐπὶ στόμα» … Dictionary of Greek
καταπίστομα — επίρρ. με το στόμα προς τη γη, μπρούμυτα, κατά τρόπο πρηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπίστομα (< φρ. ἐπὶ στόμα)] … Dictionary of Greek
καταπροσώπου — (Μ) επίρρ. μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ προσώπου] … Dictionary of Greek